- τσακώνω
- και διαλ. τ. τζακώνω Ν1. πιάνω στην τσάκα, συλλαμβάνω, παγιδεύω2. (ειδικά) συλλαμβάνω κάποιον τη στιγμή που κάνει κάτι, ιδίως κακό («τόν τσάκωσα να κλέβει»)3. (κατ' επέκτ.) πιάνω, αρπάζω4. μέσ. τσακώνομαιφιλονικώ, διαπληκτίζομαι, μαλώνω («τσακώθηκαν στη μοιρασιά»)4. φρ. α) «τόν τσάκωσα στα πράσα» — τόν έπιασα επ' αυτοφόρωβ) «είμαι τσακωμένος με κάποιον» — έχω φιλονικήσει, έχω έλθει σε ρήξη με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι παρ. τού τ. τσακί / τζακί(ον) «είδος σουγιά που σπάει και διπλώνει στα δύο» (πρβλ. τσακίζω), ενώ, κατ' άλλους, έχει προέλθει μέσω ενός αμάρτυρου *ψακώνω (για την τροπή τού -ψ- σε -τσβλ. τσευδός) με συμφυρμό από τα ρ. ψάχνω και μαγκώνω. Έχει προταθεί, επίσης, η αναγωγή τού ρ. στον δωρ. τ. σακόω τού σηκῶ «κλείνω, περικλείω, βάζω στον σηκό το αρνί για να τό πιάσω», ο οποίος προφέρθηκε σσακόω (από συνεκφορά με τ. αντωνυμιών σε φρ. όπως τούς σακόω ή τόν σακόω) και στη συνέχεια το -σσ- τράπηκε σε -τσ- (πρβλ. κότσυφας: κόσσυφος)].
Dictionary of Greek. 2013.